δρακόντειος

δρακόντειος
-α, -ο (AM δρακόντειος, -ον
Μ και δρακόντεος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο
2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα
νεοελλ.
1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)
2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό τού δράκοντα
3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων τής σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο
β) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων τής Ινδικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δρακόντειος — of a dragon masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακόντειος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με τον Αθηναίο νομοθέτη Δράκοντα: Δρακόντειοι νόμοι. 2. αυστηρός, σκληρός, αποτελεσματικός: Στο αεροδρόμιο υπήρχαν δρακόντεια μέτρα ασφάλειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρακόντειον — δρακόντειος of a dragon masc/fem acc sg δρακόντειος of a dragon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντείοιο — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντείοις — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντείοισι — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντείοισιν — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντείου — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντείους — δρακόντειος of a dragon masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντείων — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”