- δρακόντειος
- -α, -ο (AM δρακόντειος, -ονΜ και δρακόντεος, -ον)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντανεοελλ.1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό τού δράκοντα3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων τής σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμοβ) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων τής Ινδικής.
Dictionary of Greek. 2013.